χηρεύω

χηρεύω
ΝΜΑ [χήρα]
(αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῡτον ἄν χρόνον χηρεύουσ' ἠνείχετ' ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῑν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) είμαι άδειος, έρημος («χήρευον δὲ μέλαθρα... Ἀχέροντος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι άδειο, έρημο
2. (αμτβ.) μτφ. (για εξόριστο) ζω απομονωμένος στην ερημιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χηρεύω — to be without pres subj act 1st sg χηρεύω to be without pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεύω — χηρεύω, χήρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χηρεύω — χήρευσα και χήρεψα, χηρεμένος 1. είμαι σε χηρεία, είμαι χήρος, είμαι χήρα: Χήρεψε πολύ νωρίς, αλλά δεν παντρεύτηκε ξανά. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις κ.ά., μένω κενός, δεν κατέχομαι: Χήρεψε μια θέση στο πανεπιστήμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρεύῃ — χηρεύω to be without pres subj mp 2nd sg χηρεύω to be without pres ind mp 2nd sg χηρεύω to be without pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχήρευκεν — χηρεύω to be without perf ind act 3rd sg χηρεύω to be without plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρευσάντων — χηρεύω to be without aor part act masc/neut gen pl χηρεύω to be without aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρευόντων — χηρεύω to be without pres part act masc/neut gen pl χηρεύω to be without pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεῦον — χηρεύω to be without pres part act masc voc sg χηρεύω to be without pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεύει — χηρεύω to be without pres ind mp 2nd sg χηρεύω to be without pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεύομεν — χηρεύω to be without pres ind act 1st pl χηρεύω to be without imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”